- πολύτοπο
- το, Ν μαθημ.κυρτό υποσύνολο ενός πολυδιάστατου ευκλείδειου χώρου Rn(n>3), αντίστοιχο τών κυρτών πολυγώνων τού R2 (επίπεδου) και τών κυρτών πολυέδρων τού R3 (χώρου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ξενάκης, Ιάννης — Συνθέτης, αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Γεννήθηκε στη Ρουμανία το 1921. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μουσική σύνθεση στη Γαλλία και στην Ελβετία. Πήρε μέρος στην Αντίσταση, στον τελευταίο πόλεμο, και… … Dictionary of Greek
Καντόροβιτς, Λεονίντ Βιταλίεβιτς — (Leonid Vitaliyevich Kantorovich, Αγία Πετρούπολη 1912 – 1986). Ρώσος μαθηματικός. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, από το οποίο αποφοίτησε το 1930. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek